- επανάσεισις
- ἐπανάσεισις, η (Α) [επανασείω]ύψωση ενός αντικειμένου ψηλά («ἥ τε διὰ κενῆς ἐπανάσεισις τῶν ὅπλων», Θουκ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπανάσεισις — brandishing against fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)